- κόλακι
- κόλαξflatterermasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κολάκι — το (Μ κολάκι[ον]) κολακεία, καλόπιασμα νεοελλ. συν. στον πληθ. τα κολάκια θωπείες, χάδια («και τού γέρου τα κολάκια σαν νερόβραστα σπανάκια», παροιμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλαξ, ακος, ενώ, κατ άλλη άποψη, < κολακεύω] … Dictionary of Greek
κατατρώγω — ((AM κατατρώγω) (επιτ. τ. τού τρώγω) 1. τρώγω κάτι μέχρι τέλους, εντελώς 2. καταβροχθίζω 3. μτφ. βασανίζω εξαντλητικά, κατατρύχω (α. «τόν κατατρώγει ο φθόνος» β. «κατατρωγόμενος κόλακι, θηρίῳ ὑπούλῳ», Ευστάθ.) 4. μτφ. ασωτεύω, σπαταλώ νεοελλ. μτφ … Dictionary of Greek
όμως — (ΑΜ ὅμως) (εναντ. σύνδ.) αλλά, παρ όλα αυτά, εν τούτοις, ωστόσο (α. «είχε πει ότι θα έλθει, όμως έχει αργήσει πολύ» β. «κατὰ ἄνθρωπον λέγω ὅμως ἀνθρώπου κεκυρωμένην διαθήκην οὐδεὶς ἀθετεῑ», ΚΔ) αρχ. 1. συχνά ενισχύεται με άλλα μόρια: άλλ ὅμως,… … Dictionary of Greek
κόλακ' — κόλακα , κόλαξ flatterer masc acc sg κόλακι , κόλαξ flatterer masc dat sg κόλακε , κόλαξ flatterer masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)